νεόφυτος

νεόφυτος
νεόφυτος
newly planted
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης — Βλ. λ. Καυσοκαλυβίτης, Νεόφυτος …   Dictionary of Greek

  • Βάμβας, Νεόφυτος — (Χίος 1770 – Αθήνα 1855). Λόγιος και διδάσκαλος του Γένους. Φιλομαθής και ανήσυχη φύση, ο Β. άλλαζε τόπο εγκατάστασης σχεδόν συνεχώς έως τα σαράντα του χρόνια (Χίο, Σίφνο, Πάτμο, Βλαχία, Κωνσταντινού πολη, Παρίσι) για να παρακολουθήσει τα… …   Dictionary of Greek

  • Δούκας, Νεόφυτος — (Άνω Σουδενά Ζαγορίου 1760 – Αθήνα 1845). Διδάσκαλος του Γένους. Χειροτονήθηκε ιερέας σε νεαρή ηλικία και έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση στο σχολείο του Μετσόβου. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι (1786) και μαθήτευσε κοντά στον δάσκαλο Λάμπρο …   Dictionary of Greek

  • Καυσοκαλυβίτης, Νεόφυτος — (; – Βουκουρέστι 1780). Μοναχός και λόγιος. Καταγόταν από την Πάτρα. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και στην Πάτμο. Το 1749 ανέλαβε τη διεύθυνση της Βατοπεδινής Σχολής του Αγίου Όρους, της μετέπειτα γνωστής ως Αθωνιάδας Σχολή. Δίδαξε κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Νεόφυτος — (1795 – 1833). Κρητικός ιερομόναχος και αγωνιστής της Επανάστασης. Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο προϊστάμενος του εκεί Σιναϊτικού μετοχιού, επειδή εκτίμησε το σπινθηροβόλο πνεύμα του και την… …   Dictionary of Greek

  • Παγίδας, Νεόφυτος — Λόγιος κληρικός της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος πέθανε το 1893. Ήταν εφημέριος στην ελληνική εκκλησία της Πετρούπολης και κάτοχος της ρωσικής γλώσσας και της θεολογίας. Μετέφρασε από τα ρωσικά την Τρίτομη Πατρολογία του Φιλάρετου,… …   Dictionary of Greek

  • Ροδινός, Νεόφυτος — (Ποταμιά Κύπρου 1570; – 1659;). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας. Μαθητής του Μαργούνιου στην Κρήτη και μοναχός στο εκεί σιναϊτικό μετόχι, ακολούθησε αργότερα τον δάσκαλό του στην Ιταλία, όπου σπούδασε στο Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης (1607 11). Μετά …   Dictionary of Greek

  • νεόφυτον — νεόφυτος newly planted masc/fem acc sg νεόφυτος newly planted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοφύτοις — νεόφυτος newly planted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”